- εύδμητος
- εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, -ον (Α)αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθό-δμητος, νεό-δμητος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐύδμητος — ἐΰδμητος , εὔδμητος well built masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔδμητον — εὔδμητος well built masc/fem acc sg εὔδμητος well built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδμήτου — εὔδμητος well built masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔδμητοι — εὔδμητος well built masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύδματον — ἐύδμᾱτον , εὔδμητος well built masc/fem acc sg ἐύδμᾱτον , εὔδμητος well built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύδμητον — ἐΰδμητον , εὔδμητος well built masc/fem acc sg ἐΰδμητον , εὔδμητος well built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτοιο — ἐϋδμήτοιο , εὔδμητος well built masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτοις — ἐϋδμήτοις , εὔδμητος well built masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτου — ἐϋδμήτου , εὔδμητος well built masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτους — ἐϋδμήτους , εὔδμητος well built masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)